ἀποκηρύσσει

ἀποκηρύσσει
ἀποκηρύσσω
offer
pres ind mp 2nd sg
ἀποκηρύσσω
offer
pres ind act 3rd sg
ἀποκηρύ̱σσει , ἀποκηρύσσω
offer
pres ind mp 2nd sg
ἀποκηρύ̱σσει , ἀποκηρύσσω
offer
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαρνητής — ο αυτός που αρνείται εντελώς, που αποκηρύσσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • αρνησίδοξος — ο αυτός που αποκηρύσσει πεποιθήσεις ή γνώμες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνηση ( ις) + δοξος < δόξα «γνώμη, εικασία». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • τοκοληψία — ἡ, Α το να παίρνει κανείς τόκους («ἡ ἐκκλησία ἀποκηρύσσει... τοκοληψίαν», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + λῆψις + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • μουταζιλίτες — Οπαδοί ισλαμικής διδασκαλίας (μουταζωισμός) που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία τον 8o αι. μ.Χ. Οι μ. βρίσκονταν ανάμεσα στους χαριτζίτες – που θεωρούσαν άπιστο κάθε αμαρτωλό μουσουλμάνο και τους μουρτζιίτες νομιμόφρονες, αλλά με χαλαρές θρησκευτικές …   Dictionary of Greek

  • απαρνητής — ο αυτός που απαρνιέται, αποκηρύσσει κάτι: Κανείς δεν ήξερε γιατί έγινε απαρνητής των ιδεών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”