απαρνητής — ο αυτός που αρνείται εντελώς, που αποκηρύσσει κάτι … Dictionary of Greek
αρνησίδοξος — ο αυτός που αποκηρύσσει πεποιθήσεις ή γνώμες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνηση ( ις) + δοξος < δόξα «γνώμη, εικασία». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… … Dictionary of Greek
τοκοληψία — ἡ, Α το να παίρνει κανείς τόκους («ἡ ἐκκλησία ἀποκηρύσσει... τοκοληψίαν», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + λῆψις + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
μουταζιλίτες — Οπαδοί ισλαμικής διδασκαλίας (μουταζωισμός) που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία τον 8o αι. μ.Χ. Οι μ. βρίσκονταν ανάμεσα στους χαριτζίτες – που θεωρούσαν άπιστο κάθε αμαρτωλό μουσουλμάνο και τους μουρτζιίτες νομιμόφρονες, αλλά με χαλαρές θρησκευτικές … Dictionary of Greek
απαρνητής — ο αυτός που απαρνιέται, αποκηρύσσει κάτι: Κανείς δεν ήξερε γιατί έγινε απαρνητής των ιδεών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)